ῥυπώσαντι

ῥυπώσαντι
ῥυπόω
to be filthy
aor part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”